ανοιγοκλείω

ανοιγοκλείω
ανοιγοκλειώ (ε) см. ανοιγοκλείνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανοιγοκλείω" в других словарях:

  • ανοιγοκλείνω — (κ. ανοιγοκλειώ) 1. ανοίγω και κλείνω κάτι συνέχεια 2. (αμτβ.) ανοίγομαι και κλείνομαι διαδοχικά 3. φρ. «όσο ν’ ανοιγολείσω τα μάτια» πολύ γρήγορα, εν ριπή οφθαλμού …   Dictionary of Greek

  • ανοιγοκλείνω — και ανοιγοκλειώ εισα, ανοίγω και κλείνω κάτι: Μην ανοιγοκλείνεις το παράθυρο, γιατί θα το χαλάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»